- τοσσοῦτον
- τόσσος, τοσσοῦτον: see τόσος, τοσοῦτος.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
τοσσοῦτον — τοσοῦτος so large masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσούτος — τοσαύτη, τοσοῡτο(ν), ΜΑ, και επικ. τ. τοσσοῡτος και αιολ. τ. τεσσοῡτος, Α (δεικτ. αντων.) 1. τόσος, τόσο μεγάλος, τόσο πολύς («χρόνον τοσοῡτον, εἰς ὅσον, Σοφ.) 2. (η αιτ. εν. ή πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) τοσοῡτο(ν), τοσοῡτο. τόσο πολύ ή τόσο… … Dictionary of Greek
τοσσούτος — τοσσαύτη, τοσσοῡτον, Α βλ. τοσοῡτος … Dictionary of Greek